[212] μόχθημα, τό, Anstrengung, Mühsal, = μόχϑος, im plur., Aesch. Prom. 462, Soph. O. C. 1612, πολλὰ παρ' ἀσπίδα μοχϑήματ' ἐξέπλησας Eur. Hel. 741, σκηνὰς ἀνίστη τεκτόνων μοχϑήμασιν Ion 1129.