[217] μύλαξ, ακος, ὁ, der Mühlstein, übh. ein großer runder Stein, κόρυϑες βαλλόμεναι μυλάκεσσι, Il. 12, 161; Opp. Cyn. 3, 137; πῦρ ἐκ μυλάκων βεβιημένον, Antiphil. 44 (IX, 546).