[221] μύῤῥινος, von Myrthen, Sp. – Bei Theophr. auch = μύρτος; – τὸ μύῤῥινον = μύρτον 2), ψωλὸν γενέσϑαι δεῖ σε μέχρι τοῦ μυῤῥίνου, Ar. Equ. 959.