[224] μυ-ώδης, ες, 1) mäuseartig, τὸ ἐμφῦναι καὶ δακεῖν μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες, Plut. de cohib. ira 10. – 2) voll Muskeln; Plut. Symp. 8, 9, 3 M.; εὔτονοι καὶ μυώδεις τοῖς σώμασιν, D. Sic. 5, 39.