[230] ναυ-ηγέτης, ὁ, = ναυαγός, Schiffsführer, Lycophr. 873, ναυπηγέτης ist f. L.
Pierer-1857: Nau [2] · Nau-delle-Colonne · Nau [1] · Kiang-Nau · Nau Rutz