[292] ὁδ-ηγός, ὁ, = ὁδηγητής (s. auch ὁδαγός); Pol. 5, 5, 15; Plut. u. a. Sp., auch adj., αἱ ὁδηγοὶ τῆς διανοίας αἰσϑήσεις, S. Emp. pyrrh. 1, 128.