[293] ὁδοι-πορέω, wandern; absol., Soph. O. R. 801 O. C. 99, u. übertr., ὑψήλ' ἐκόμπεις κἀπ' ἄκρων ὁδοιπόρεις, Ai. 1209; c. acc., ὡδοιπόρεις δὲ πρὸς τί τούςδε τοὺς τόπ ους; Soph. O. R. 1027, durchwandern; εἰς τὴν οἰκεομένην, Her. 4, 110; ὁδοιπόρεον ὁδόν, 4, 116; bei Sp., ὁδόν Luc. Hermot. 30.