[313] οἰστρο-δόνητος, = Vorigem; Ἰώ, Aesch. Suppl. 568; in einer parodirenden Stelle Ar. Thesm. 324, προλιπὼν μυχὸν ἰχϑυόεντ' οἰστροδόνητον Νηρέος.