[316] ὀκνέω, zaudern, zögern, Bedenken tragen; c. inf., ἀρχέμεναι πολέμοιο ὤκνεον ἀμφότεροι, Il. 20, 155 (vgl. d. Vorige); σὰς δ' ὀκνῶ ϑρᾶξαι φρένας, Aesch. Prom. 631; ἵν' οὐκέτ' ὀκνεῖν καιρός, Soph. El. 22; ὅταν τι δρᾷς ἐς κέρδος, οὐκ ὀκνεῖν πρέπει, mußt du nicht Bedenken tragen, Phil. 111, vgl. El. 1263; auch = sich scheuen, τάφου μὲν ὀκνῶ τοῠδ' ἐπιψαύειν ἐᾶν, Ai. 1373, καὶ πῶς τὸ μητρὸς λέκτρον οὐκ ὀκνεῖν με δεῖ, O. R. 976; οὐκ ὀκνήσουσι ϑανεῖν, Eur. Phoen. 1008 u. öfter; u. in Prosa, Her. 7, 50, Thuc. 1, 120; ὀκνεῖς ἀποκρίνασϑαι, Plat. Gorg. 515 b, u. öfter; ἐγὼ τἀληϑῆ λέγειν οὔτε ὀκνήσω οὔτε αἰσχυνοῦμαι, Ep. II, 310 d; ὤκνει ἀνοίγειν τὰς πύλας, Xen. Hell. 3, 1, 22; An. 1, 3, 17 u. öfter, wie bei Folgdn; μηδὲν ὀκνήσας, sogleich, Luc. Prom. 18; neben μέλλειν Hdn. 6, 3, 12, neben ὑπείκειν ib. 13; – auch wie die Verba des Fürchtens mit μή construirt, ὥςτε ὀκνῶ, μή μοι ὁ Λυσίας ταπεινὸς φανῇ, Plat. Phaedr. 257 c; ἔςτ' ἂν ὀκνήσωσιν οἱ ἄγγελοι μὴ ἀποδόξῃ ἡμῖν, Xen. An. 2, 3, 9, wie 2, 4, 22; Dem. 1, 17 u. A.; – auch περί τινος, für Einen besorgt sein, Xen. Cyr. 4, 5, 20; – c. acc., οἱ ὁμότιμοι ὤκνουν τὴν τοῦ ὄχλου ἰσομοιρίαν, 2, 2, 21, vgl. 6, 1, 17; τὸ μέλλον, 7, 1, 25; οὐδένα κίνδυνον, Dem. 18, 197; – οὐκ ὀκνητέον, Pol. 1, 14, 7.