[340] ὁμο-τέρμων, ον, zusammengrenzend, Grenznachbar; μήτε οἰκείου πολίτου γείτονος, μήτε ὁμοτέρμονος, Plat. Legg. VIII, 842 e; Sp., wie D. Hal.
Meyers-1905: Omo
Pierer-1857: Omo · Hara-Omo