[345] ὀνειδιστικός, schmähend, tadelnd, Vorwürfe zu machen geneigt; Sp., ὀνειδιστικὸν τοῠτο εἰς τὴν τέχνην, Luc. Cont. 7, vgl. D. Mer. 1, 2. – Adv., M. Ant. 1, 10.