[348] ὀνομάζω, fut. ὀνομάσω, dor. ὀνομάξω (s. unten ὀνυμάζω), den Namen sagen, nennen, bei Namen aufrufen; πατρόϑεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον, Il. 10, 68; ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον, namentlich aufrufend, 22, 415; Δαναῶν ὀνόμαζες ἀρίστους, riefst sie mit Namen, Od. 4, 278; πολλὰ περικλυτὰ δῶρ' ὀνόμαζον, Il. 18, 449, zählten sie auf; aber 9, 515 εἰ μὲν γὰρ μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ' ὄπισϑ' ὀνομάζοι heißt »die Geschenke nennen«, im Ggstz derer, die er giebt, also zusagen, versprechen; ἐς τρὶς όνομάσαι Σόλωνα, Her. 1, 86, sonst οὐνομάζω; – einen Namen geben, benennen, λαοὶ ὀνόμασϑεν, Pind. Ol. 9, 50; τίς ποτ' ὠνόμαζεν ὧδ' ἐς τὸ πᾶν ἐτητύμως τὰν δορίγαμβρον Ἑλέναν; Aesch. Ag. 667; auch σοφιστὴν ὀνομάζουσι τὸν ἄνδρα εἶναι, Plat. Prot. 311 e; vgl. Her. 4, 33. – Pass. heißen, τῶν Λαΐου δήπου τις ὠνομάζετο, Soph. O. R. 1042; ὠνομάσϑης ἐκ τύχης ταύτης, ὃς εἶ, 1036; u. med., ἀντὶ τοῦ δὴ παῖδά μ' ὠνομάζετο, er nannte mich seinen Sohn, 1021; mit doppeltem accus., ὄνομα ποῖον αὐτὸν ὀνομάζει, Eur. Ion 800, vgl. Hel. 1209; ἃς ἐλπίδας ὀνομάζομεν, Plat. Phil. 40 a, öfter, bes. im Crat.; Folgde, τοῠτο ἡ ναῦς ὠνομάζετο, so hieß das Schiff, Ep. ad. 364 (IX, 684), Τηλεβόαι γάρ με τόδ' ὠνόμασαν; überh. aussprechen, Wörter, Ausdrücke gebrauchen, sich ausdrücken, οὐ γὰρ τὰ ῥήματα τὰς οἰκειότητας ἔφη βεβαιοῠν, μάλα σεμνῶς ὀνομάζων, Dem. 18, 35; βο ᾷς ῥητὰ καὶ ἄῤῥητα ὀνομάζων, 18, 122. – Auch = namhaft, berühmt machen, οἱ ὠνομασμένοι, im Ggstz von ἄδοξοι, Isocr. 20, 19 (Bekk. διωνομασμένοι); ὠνομασμένος τὸ γένος, D. Sic. 11, 78. – Vgl. όνομαστός.