[350] ὀνο-σκελής, ές, eselsfüßig; Luc. V. H. 2, 46 steht γυναῖκας ὀνοσκελέας mit der v. l. ὀνοσκελίας, wahrscheinlich in ὀνοσκελίδας zu ändern.
Pierer-1857: Öno... · Ono