[361] ὁπόθεν, ep. ὁππόϑεν, correl. zu πόϑεν, relativ u. indirect fragend, woher; ὁππόϑεν οὗτος ἀνήρ; Od. 1, 406; εἴρεαι ὁππόϑεν εἰμέν, 3, 80; Pind. P. 2, 44; χὡπόϑεν, ib. 50; Eur. I. A. 696; ὁπόϑεν ἡμᾶς δεῠρο ἤγαγεν, Plat. Polit. 263 c; ὁπόϑεν ποτὲ ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες, οὐκ οἶδα, Conv. 173 a; vgl. ὁπόϑεν χαίρει ὀνομαζόμενος, Phaedr. 273 d; οὐ γὰρ ἔστι μοι χρήματα ὁπόϑεν ἐκτίσω, Apol. 37 c; – mit ἄν u. conj., ὁπόϑεν ἂν τύχῃ ἕκαστος ἐνϑουσιάσας, woher auch immer, Theaet. 180 c, vgl. Rep. II, 362 b; auch ὁποϑενοῠν, neben ἄλλοϑεν, Gorg. 512 a, wie Arist. coel. 1, 4; ὁπόϑεν ἐπισιτιούμεϑα, Xen. An. 2, 4, 5; auch mit Auslassung des Demonstrativums, οἱ Τραπεζούντιοι ὁπόϑεν μὲν τὰ ἐπιτήδεια ῥᾴδιον ἦν λαβεῖν οὐκ ἦγον, 5, 2, 2; Folgde.