[411] οὐθάτιος, zum Euter gehörig, bes. volle Euter habend, stuchtbar, strotzend, ἐκ δὲ γάλακτος ϑηλὴ ἀεὶ μαστοῠ πλήϑεται οὐϑατίου, Crinag. 22 (IX, 430).