[433] ὀψο-ποιϊκός, ή, όν, = ὀψοποιητικός; bes. ἡ ὀψ., die Kochkunst, Plat. Gorg. 465 d u. öfter; ὄργανα, Xen. Oec. 9, 7 u. Sp.