[435] πάγ-κοινος, Allen gemeinsam, allgemein; χώρα, Pind. Ol. 6, 63; πληγεὶς ϑεοῠ μάστιγι παγκοίνῳ[435] 'δάμη, Aesch. Spt. 590; στάσις, Ch. 451; ἐξ Ἀΐδα παγκοίνου λίμνας, Soph. El. 136; παγκοίνοις Δηοῠς ἐν κόλποις, Ant. 1106; ἀπέχϑημα πάγκοινον βροτοῖς, Eur. Troad. 825. – Adv. παγκοίνως, Maneth. 4, 506.