[446] παλαίω, ringen; οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι, οὐδὲ παλαίσεις, Il. 23, 621; τινί, mit Einem, Φιλομηλείδῃ ἐπάλαισεν ἀναστάς, Od. 4, 343. 17, 134; λέοντι, Pind. P. 9, 28; u. übertr. wie bei uns, Αἴας φόνῳ πάλαισεν, N. 8, 27, ἄτῃσιν, Hes. O. 411; κακῷ δὲ μερμέρῳ παλαίομεν, Eur. Rhes. 509; u. in Prosa, ἐπάλαισαν κάλλιστα τῶν Ἀϑηναίων, Plat. Men. 94 c, Folgde; auch übertr., ζημίαις, Xen. Oec. 17, 2; φυγαῖς καὶ ἀναδασμοῖς, συμφοραῖς u. ä., Pol. 2, 56, 6. 4, 81, 13 u. ä.; πε-πάλαικα πόϑοις τρισίν, Ep. ad. 11 (XII, 90). – Pass. überwunden werden, παλαισϑείς Eur. El. 686, δεινὸς γὰρ οἶνος καὶ παλαίεσϑαι βαρύς Cycl. 674. – S. auch παλέω.