[451] παλιν-τράπελος, = παλίντροπος; Μοῖρα ϑεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ' ἄγει παλιντράπελον ἄλλῳ χρόνῳ, Pind. Ol. 2, 37, Schol. ἀντεστραμμένον; Poll. 6, 164 nennt das W. βίαιον.