[493] παρα-πέτασμα, τό, das Vorgebreitete, der Vorhang; Ar. Ran. 938; Her. 9, 82; Diphil. bei Ath. VI, 225 b; Plut. Artax. 5 u. a. Sp.; Vorwand, ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο, Plat. Prot. 316 e; παραπετάσματι χρησάμενοι τῇ προκλήσει, Dem. 45, 19, zum Vorwand brauchen.