παρα-τροπέω

[504] παρα-τροπέω, = παρατρέπω; οἶσϑα γέρων, τί με ταῦτα παρατροπέων ἐρεείνεις; Od. 4, 465, von dem Rechten abwendend, täuschend, Hesych. erkl. παραλογιζόμενος. Bei Ap. Rh. 3, 946, λίσσεό μιν πυκινοῖσι παρατροπέων ἐπέεσσιν, = abwendend, wie παραπείϑων.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 504.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: