[520] παρηΐς, ΐδος, ἡ, = παρειά, παρήϊον; στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων, Aesch. Spt. 516; πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς, Ch. 24; λευκή, Eur. Med. 923; παρειὰν προςβαλὼν παρηΐδι, Hec. 410; Phryn. bei Ath. XIII, 564 f. S. παρῄς.