πειναλέος
[544] [544] πειναλέος, auch 2 Endgn, hungrig; Opp. Cyn. 4, 94; λαυκανίη, Agath. 53 (IX, 642); φάρυγξ, Alcaeus 8 (VI, 218); auch πίνακες, Lucill. 26. 27 (XI, 313. 314); einzeln auch in Prosa, καὶ διψῶδες, Plut. de sanit. tuend. p. 388; τὸ πειναλέον, der Hunger.