[551] πελιδνός, = πελιός; Soph. frg. 577 bei Poll. 4, 141; Thuc. 2, 49 sagt σῶμα οὐκ ἄγαν ϑερμὸν ἦν οὔτε χλωρόν, ἀλλ' ὑπερέρυϑρον, πελιδνόν (vgl. πελιτνός). – Luc. Cat. 28 u. öfter, u. a. Sp.