[595] περι-στρέφω, rund herum drehen, wenden; ἔῤῥιψεν χειρὶ περιστρέψας, Il. 18, 131; Od. 8, 189; h. Merc. 209;. τὼ. χεῖρε, Lys. 1, 27, pass., μάλα δ' ὦκα περιστρέφεται κυκόωντι, dreht sich herum, Il. 5, 903, Bekk. περιτρέφεται, s. das W., Plat. nur pass., κινδυνεύει τοῦτο τὸ ῥῆμα ὀρϑότατα εἰς τοὺς πολιτικοὺς περιεστράφϑαι, Polit. 303 c, und med., sich umkehren, Lys. 207 a; Sp., wie Plut.