[610] πημαίνω, fut. πημανῶ, auch in activ. Bdtg πημανοῠμαι, Ar. Ach. 842 (Schol. βλάψει, λυπήσει), das aber auch passiv. gebraucht ist, Soph. Ai. 1134; – in Leid bringen, verletzen, beschädigen, verderben; absolut, Hom. ὁππότεροι πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια πημήνειαν, wider den Eid fehlen, Unheil stiften, Il. 3, 299; u. c. accus., Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα, 15, 42; εἴ με πημανεῖς τι, Soph. Ai. 1293; ὅτι σὲ κἀμὲ πημανεῖ, Eur. I. A. 525; τοὺς αἰτίους πήμαινε, Archil. 4; u. in Prosa: τὴν γῆν, Her. 9, 13; εἴ τίς τινά τι πημαίνει, Plat. Legg. IX, 862 a; ἐχϑρὸν πημῆναι, Rep. II, 364 c; Folgde; πημαίνει τὰ ὄμματα ὑγρότης, Arist. probl. 31, 5, v. l. λυμαίνει. – Pass., Nachtheil, Schaden, Leid erhalten, erfahren; οὐδέ τις οὖν μοι νηῶν πημάνϑη, Od. 14, 255; 8, 563; πάπταινε δ' αὐτός, μή τι πημανϑῇς ὁδῷ, Aesch. Prom. 334; εἰ γὰρ ποιήσεις, ἴσϑι πημανούμενος, Soph. Ai. 1134; τῷ πημανϑέντι, Plat. [610] Legg. XI, 933 e; Folgde. – Auch med., ὅρκια πημήνασϑαι, seinen eigenen Eid verletzen, Qu. Sm. 13, 379.