[626] πλάτος, τό, die Breite; Ar. Av. 1129; ἐν μήκει καὶ βάϑει καὶ πλάτει, Plat. Soph. 235 d; διώρυχα τρίπλεϑρον τὸ πλάτος, Critia. 115 d; u. so gew. bei Folgdn; ἐν πλάτει od. κατὰ πλάτος, in [626] aller Breite, d. i. ausführlich, bes. Sp.; ἐν πλάτει τε καὶ κατ' ἀκρίβειαν, S. Emp. adv. phys. 2, 108; Ggstz κατὰ περιγραφήν, 15.