πλησιέστερος

[635] πλησιέστερος, πλησιέστατος, = πλησιαίτερος, πλησιαίτατος, s πλησίος.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 635.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: