[658] πολλαπλασιάζω, vervielfältigen; Pol. 30, 4, 13; Plut. Lys. 5; ἡ ἑξὰς ὑπὸ τῆς τετράδος πολλαπλασιασϑεῖσα, multiplicirt, Symp. 9, 3, 2, öfter.