[659] πολυ-ανδρέω, viele Männer haben, bevölkert sein; ὄχλοις συμμίκτοις πολυανδροῦσιν αἱ πόλεις, Thuc. 6, 17; Strab. u. Sp.; auch αἱ πολυανδρούμεναι τῶν πόλεων, Ael. H. A. 5, 12.