πρίαμαι

[700] (πρίαμαι) kaufen, nur im aor. ἐπριάμην, πριαίμην, πρίασϑαι u. s. w. vorkommend; Hom. hat nur die dritte Person sing. ind., τήν ποτε Λαέρτης πρίατο Od. 1, 430. u. öfter, πὰρ δ' ἄρα μιν Ταφίων πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν, 14, 452; so auch Pind., πρίατο ϑανάτοιο κομιδάν, P. 6, 39, mit dem Tode erkaufen; οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου βροτόν, ὅςτις κεναῖσιν ἐλπίσιν ϑερμαίνεται, Soph. Ai. 472; Eur.; Ar., πρίω u. πρίασο, Ach. 34. 835; πόσου πρίωμαί σοι τοῦτο; 777. In Prosa : ὠνήν, Andoc. 1, 92; dingen, miethen, pachten, τέλος, 1, 93, Σκύϑας, 3, 5; παρά τινος, μὴ δοῠναι δίκην, 3, 38; ὅπλα, Lys. 19, 21, dem μισϑοῠσϑαι entsprechend; Ggstz ἀποδόσϑαι, Plat. Rep. I, 333 b u. öfter; πρίασϑαι τὴν καπίϑην τεττάρων σίγλων, Xen. An. 1, 5, 6; οὐκ ἂν πρίαιό γε παμπόλλου, Cyr. 8, 4, 23, möchtest du nicht viel darum geben? λέγεται ἐπιστάτην εἰς τἀργυρεῖα πρίασϑαι ταλάντου, Mem. 2, 5, 2; oft bei den Rednern u. Folgdn. Auch die Richter, d. i. bestechen, Dem. 7, 7. – (Scheint verwandt mit περάω, περνάω, πιπρά-σκω.)

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 700.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: