[742] πρόῤ-ῥιζος, mit der Wurzel, von Grund aus, οἱ δέ τε ϑάμνοι πρόῤῥιζοι πίπτουσιν, Il. 11, 157, 14, 415; Μυρτίλος δίφ ρων πρόῤῥιζος ἐκριφϑείς, Soph. El. 502; τὸ πᾶν δὴ δεσπ όταισι τοῖς πάλαι πρόῤῥιζον ἔφϑαρται γένος, 755, wie Andoc. 1, 146, πρόῤῥιζον οἴχεται γένος, Her. πρόῤῥιζον ἀνατρέπειν τινά, 1, 32, vgl. 3, 40 u. Valck. Hipp. 683; im eigentlichen Sinne, Theophr. u. Sp., Ep. ad. 384 (IX, 131); – πρόῤῥιζον u. πρόῤῥιζα werden von Sp. adverbial gebraucht.