[750] προς-ανα-τέλλω, poet. προςαντέλλω, dazu, daneben aufgehen, aufsteigen, τὴν εἰς οὐρανὸν κόνιν προςαντέλλουσαν, Eur. Suppl. 688.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]