[751] προς-απ-όλλῡμι (s. ὄλλυμι), noch dazu verderben, vernichten, zerstören, tödten, προςαπ όλλυτέ με, Eur. Hipp. 1374; Her. 1, 207, προςαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας, 6, 138; Plat. ὅταν καὶ τὰ ἀρχαῖα προςαπολλύωσι πρὸς οἷς ἐκτήσαντο, Gorg. 519 a; Folgde; προςαπολέσαι Pol. 1, 74, 3. – Pass. noch dazu, zugleich umkommen; Her. 6, 100; προςαπόλωλα Lys. in Eratosth. 14; Folgde.