[752] προς-αρμόζω, 1) daran fügen, befestigen, Xen.; hinzufügen, Soph. Trach. 494, ἅ τ' ἀντὶ δώρων δῶρα χρὴ προςαρμόσαι; μαστῷ προςαρμόσαι τέκνα, Eur. Ion 762 I. A. 296; τί τινι, Plat. Crat. 414 d; εἴς τι, Theaet. 193 c; Sp., wie Pol. 3, 46, 2. – 2) womit übereinstimmen, πρός τι, Xen. Cyr. 8, 4, 9 u. Sp. S. das Folgde.