[752] προς-άρχομαι, = ἐπάρχομαι, widmen, darreichen, ταῠτα τῷ ἑταίρῳ σου εἰς βοήϑειαν προςηρξάμην κατ' ἐμὴν δύναμιν, Plat. Theaet. 168 c; vgl. Buttm. Lexil. I p. 103; Heindorf wollte mit Schneider προςηρκεσάμην lesen.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]