[752] προς-α-τῑμόω, noch dazu entehren, beschimpfen, bes. der bürgerlichen Ehre berauben, zu einem ἄτιμος machen, οὐ μόνον ἔσομαι τῶν πατρῴων ἀπεστερημένος, ἀλλὰ καὶ προςητιμωμένος, Dem. 27, 67.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]