[762] προς-έρομαι (s. ἔρομαι), noch dazu fragen; εἰ οὖν καὶ τοῠτό τίς σε προςέροιτο, Plat. Prot. 311 e; Luc. Hermot. 31.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]