[767] προς-καθ-ίστημι (s. ἵστημι), noch dazu einsetzen, τοῖς οὖσιν ἱερεῠσι τρίτον προςκατέστησεν, Plut. Num. 7; auch = in seine Gewalt bringen, LXX.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]