[770] προς-κοινωνέω, 1) Einem wovon mittheilen, προςκοινωνήσας τούτῳ ἀπὸ τῶν ἡμετέρων χρημάτων Dem. 34, 36, u. Sp. – 2) woran Theil haben, οὐσίας, Plat. Soph. 252 a; Legg. VI, 757 d.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]