προς-περι-βάλλω

[777] προς-περι-βάλλω (s. βάλλω), noch dazu umwerfen, umgeben, τὸ περιτείχισμα, ὃ προςπεριέβαλε τῇ πόλει ὁ Βρασίδας, Thuc. 5, 2, vgl. 8, 40; – Plat. im med., κῆπον ἑνὶ περιβόλῳ προςπεριβεβλημένοι, Critia. 112 b. – Med. an sich bringen, zu erwerben suchen, οὐχ οἷός ἐστιν, ἔχων ἃ κατέστραπται, μένειν ἐπὶ τούτων, ἀλλ' ἀεί τι προςπεριβάλλεται, Dem. 4, 9; μολυσμόν, Plut. de aer. al. 7.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 777.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: