[783] προς-τρέχω (s. τρέχω), hinzu- od. hinanlaufen, προςδραμὼν πρὸς τοὺς νεκρούς, Plat. Rep. IV, 440 a; Xen. oft, auch feindlich anstürmen, Cyr. 5, 4, 47; προςδραμοῠνται καὶ παρέσονται βοηϑοῠντες, Dem. 21, 224; Folgde; auch übtr., μάλιστα προςτρέχειν πρὸς τὴν ἀλήϑειαν, sich der Wahrheit nähern, Pol. 17, 15, 2; vgl. μάλιστα προςέδραμε πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην, 28, 7, 8; dah. Einem beitreten, 27, 13, 12 u. öfter; προςδραμὼν ἐπὶ τὸ πορϑμεῖον, Luc. Mort. D. 27, 6.