[803] πρωθ-ήβης, ὁ, = πρώϑηβος; παῖδας πρωϑήβας, Il. 8, 518; κοῦροι πρωϑῆβαι, Od. 8, 263; κοῠρος, Ep. ad. 695 a (App. 306); πρωϑήβης ἀντὶ γέροντος, Luc. Mort. D. 5, 2.