[812] πτῶμα, τό, der Fall, Sturz; πτώμασιν αἱματίσαι πέδον γᾶς, Aesch. Suppl. 648; πεσεῖν ἀτίμως πτώματ' οὐκ ἀνασχετά, Prom. 921; dah. Unglück, πότερα δόμοισι πτῶμα προςκυρεῖ νέον, Ch. 13; πίπτουσι βροτῶν χοἰ πολλὰ δεινοὶ πτώματ' αἰσχρά, Ant. 1033; Eur. oft, πτῶμα ϑανάσιμον El. 686, τὰ ϑεῶν πτώματα, Unfall von den Göttern geschickt, Herc. Fur. 1228; u. in Prosa: οὐκ ἂν ἔπεσε τότε τὸ τοιοῦτον πτῶμα, Plat. Lach. 181 d; τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα, Tim. 86 c, u. öfter; auch der Leichnam, Pol. 15, 14, 2; πρὸς τῇ πόλει πτωμάτων γενομένων, nach der Niederlage, nachdem Viele gefallen waren, 33, 12, 7; vgl. Plut. Alex. 23. Auch πτώματ' ἐλαῶν, abgefallene Oliven, Lys. bei Harpocr.