πυλᾶτις

[817] πυλᾶτις, ιδος, ἡ, poet. fem. zu πύλαιος; πυλάτιδες ἀγοραί Soph. Tr. 636; Hesych. ὅπου συνίασιν οἱ Ἀμφικτύονες εἰς τὴν λεγομένην Πυλαίαν.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 817.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: