[828] πωτάομαι, ep. = πέτομαι, ποτάομαι, fliegen; λίϑοι πωτῶντο ϑαμειαί, Il. 12, 287; σπινϑαρί. δες, H. h. Apoll. 442; Pind. frg. 97; Theocr. 7, 142; vgl. Lob. zu Phryn. 581.