[852] ῥυπόεις, εσσα, εν, = ῥυπαρός; f. L, Od. 13, 435; ῥυπόεσσα ὄλπη, Leon. Tar. 10 (VI, 293); ῥυπόεντι πίνῳ πεπαλαγμένον ἔσϑος, Antip. Sid. 61 (XI, 158).