[859] σαλακωνίζω, = σαλακωνεύω, σαλακωνίσαι, τὸν πρωκτὸν αἰσχρῶς κινῆσαι, Schol. Ar. Vesp. 1169, wo er aus Hermipp. anführt καὶ κασαλβάζουσαν εἶδον καὶ σεσαλωκισμένην (soll σεσαλακωνισμένην heißen).