[873] σηκάζω, einstallen, in einen Stall treiben u. einsperren; καὶ νύ κε σήκασϑεν (ἐσηκάσϑησαν) κατὰ Ἴλιον, ἠΰτε ἄρνες, Il. 8, 131; Xen. Hell. 3, 2, 4 ὥςπερ ἐν αὐλίῳ σηκασϑέντες.