[899] σκιο-τραφής, ές, σκιοτραφέω, σκιοτροφέω, σκιοτροφία, ἡ, spätere Formen statt σκιατραφής u. s. w.
Brockhaus-1837: Skio
Brockhaus-1911: Skio
Pierer-1857: Skio.... · Skio